τινάκτωρ

τινάκτωρ
-ορος, ὁ, ΜΑ
(για τον Ποσειδώνα) αυτός που προκαλεί έντονο τράνταγμα, ισχυρό κλονισμό («Ποσειδάωνα τινάκτορα γαίας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τινάκτορα — τινάκτωρ shaker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τινάκτορι — τινάκτωρ shaker masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • τινακτοπήληξ — ηκος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που σείει το λοφίο τής περικεφαλαίας του, σεισόλοφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω (πρβλ. τινάκτρια, τινάκτωρ) + πήληξ, ηκος «περικεφαλαία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”